Skip to main content

Πριν από τον επόμενο σεισμό

Μια από τις βασικές αρχές της αντισεισμικής μηχανικής είναι ότι ο σεισμός έχει την ικανότητα να εντοπίσει και να αναδείξει τις αδυναμίες κάθε κατασκευής. Ταυτόχρονα όμως, μας θυμίζει όσα, μέσα στην απαιτητική μας καθημερινότητα, τείνουμε να ξεχάσουμε ως πολίτες και οργανωμένη κοινωνία.

Ότι δηλαδή οι φυσικές καταστροφές έχουν συγκεκριμένη πιθανότητα να συμβούν στον χώρο και τον χρόνο η οποία δεν εξαρτάται από τις δικές μας δραστηριότητες και συνθήκες. Για τον λόγο αυτόν σεισμοί, πλημμύρες και ακραία καιρικά φαινόμενα μπορούν κάλλιστα να συμβούν εν μέσω οικονομικής κρίσης, γεωπολιτικής έντασης ή πανδημίας. Τούτο σημαίνει ότι η Πολιτική Προστασία εκ των πραγμάτων πρέπει να καταστρώνει πολλαπλά σενάρια έναντι των οποίων ο κρατικός μηχανισμός να προετοιμάζεται διαρκώς. Ο ισχυρός σεισμός της Παρασκευής στον θαλάσσιο χώρο βορείως της Σάμου κατέδειξε ακριβώς αυτή την ανάγκη. Να αντιληφθούμε την Αντισεισμική Πολιτική της χώρας μας δεδομένων των, μεσο-μακροχρόνιων, σταθερών της πανδημίας και της κλιματικής αλλαγής οι οποίες, δυστυχώς, ήρθαν για να μείνουν.

Το δεύτερο συμπέρασμα που μπορεί να εξαχθεί σε αυτή την πρώιμη φάση της ανάλυσης του πρόσφατου σεισμού είναι ότι οι καταρρεύσεις ετοιμόρροπων κτισμάτων ή ακόμα και οι μη-δομικές βλάβες (όπως για παράδειγμα πτώσεις αντικειμένων σε ένα σχολείο) πρέπει να τυγχάνουν της ίδιας ακριβώς προσοχής σε σχέση με τις δομικές κτιριακές βλάβες των εν λειτουργία κτηρίων για τις οποίες σχεδιάζουμε ως μηχανικοί. Η αδόκητη απώλεια των νέων παιδιών αποτελούν τραγικά ατυχήματα που μπορούν εύκολα να αποφευχθούν αρκεί να γίνουν απλές, συντονισμένες ενέργειες εγκαίρως. Προς την κατεύθυνση αυτή είναι σημαντική η εφαρμογή του πολεοδομικού νόμου περί «Ταυτότητας Κτιρίων».

Τρίτη παρατήρηση είναι ότι τα κτίρια στο νησί της Σάμου άντεξαν μια πολύ ισχυρή σεισμική κίνηση με μικρές σχετικά με την ένταση βλάβες. Τούτο ασφαλώς μπορεί να πιστωθεί σε μεγάλο βαθμό στον σύγχρονο Αντισεισμικό Κανονισμό, την ικανοποιητική εφαρμογή του αλλά και το υψηλό επίπεδο κατάρτισης των Ελλήνων Μηχανικών απότοκο της σοβαρής -παρά τα προβλήματα χρηματοδότησης- πενταετούς εκπαίδευσης στα ελληνικά ΑΕΙ. Αυτή η θετική εικόνα δεν είναι παροδική ούτε τυχαία καθώς έχει επιβεβαιωθεί σε όλους τους πρόσφατους ισχυρούς σεισμούς όπως στη Λευκάδα (2003, μέγεθος 6.4) και την Κεφαλονιά (2014, μέγεθος 5.9 και 6.1).

Από την άλλη, η καλή συμπεριφορά των κτηρίων και των υποδομών στην Σάμο, ιδιαίτερα σε αντιδιαστολή με το τραγικό συμβάν των καταρρεύσεων στη Σμύρνη δεν πρέπει να μας παρασύρει σε αδικαιολόγητο εφησυχασμό. Πρώτα από όλα, δεν είναι ακόμη σαφή τα ειδικότερα χαρακτηριστικά της σεισμικής δράσης στη γειτονική χώρα της οποίας άλλωστε ο Αντισεισμικός Κανονισμός είναι εξίσου σύγχρονος. Βέβαια, η εμπειρία μας από τον σεισμό του 1999 στη Νικομήδεια (Ismit) στην Τουρκία αλλά και του πρόσφατου σεισμού στο Δυρράχιο (Durrës) της Αλβανίας αναδεικνύουν σαφώς την ανάγκη διασφάλισης ποιότητας στην κατασκευή. Από την άλλη όμως είναι σφόδρα πιθανό, με βάση τα πρώτα στοιχεία που διαθέτει η επιστημονική κοινότητα, ότι στην περίπτωση της Σμύρνης έδρασαν προσθετικά και δυσμενώς και άλλοι παράγοντες όπως το συχνοτικό περιεχόμενο της εδαφικής κίνησης το οποίο οδήγησε σε σαφώς ισχυρότερες δυνάμεις συγκεκριμένα επί των πολυορόφων κτιρίων, καθώς και τα ειδικότερα χαρακτηριστικά της διάρρηξης του ρήγματος. Με δύο λόγια, έχουν γίνει σημαντικά βήματα  αντισεισμικής προστασίας μεν, αλλά η καλή σεισμική συμπεριφορά στη Σάμο δεν οφείλεται αποκλειστικά σε αυτά.

Πρέπει συνεπώς να επαναλάβουμε μια μεγάλη αλήθεια: μεγάλο μέρος του δομικού πλούτου στη χώρα μας αναπόφευκτα γηράσκει διευρύνοντας τη διαφορική επιτελεστικότητα έναντι σεισμικών δράσεων, μεταξύ των νεόδμητων και των παλαιότερων κατασκευών καθώς οι απαιτήσεις αντισεισμικού σχεδιασμού διαφέρουν χρονικά προ του 1959, έως το 1985 και έως το 1995 σε σχέση με σήμερα. Το γεγονός αυτό έρχεται να προστεθεί στην αντικειμενική δυσκολία της Πολιτείας, αλλά και των πολιτών, στα χρόνια της δεκαετούς οικονομικής κρίσης, να χρηματοδοτήσουν κεντρικά ή ιδιωτικά την προσεισμική ενίσχυση του δομικού αποθέματος της χώρας ειδικότερα στα μεγάλα αστικά κέντρα όπου υπάρχει μεγαλύτερη ποικιλομορφία των κατασκευών. Για τον λόγο αυτόν, το πρόβλημα όχι απλώς παραμένει αλλά και θα εντείνεται συ τω χρόνω αν δεν δοθούν φορολογικά και άλλα κίνητρα προσεισμικής ενίσχυσης των κατασκευών.

Διότι δυστυχώς, αν και όλοι μας θεωρητικά έχουμε το ίδιο δικαίωμα στην αντισεισμική προστασία, εν τέλει ο σεισμός έχει ταξικό πρόσημο και η διακινδύνευση είναι κατά τεκμήριο αντιστρόφως ανάλογη της οικονομικής δυνατότητας των πολιτών. Ο πρόσφατος σεισμός στη Σάμο είναι συνεπώς ένα ηχηρό μήνυμα. Πρέπει να αναλυθεί σωστά και επ’ουδενί να αλλοιώσει την ετοιμότητα και την βούληση της Πολιτείας να μειώσει ουσιαστικά τον σεισμικό κίνδυνο με τρόπο δίκαιο και ομοιόμορφο για όλους τους πολίτες της χώρας.

*Ο κ. Αναστάσιος Σέξτος είναι καθηγητής Αντισεισμικής Μηχανικής, University of Bristol, UK και πρόεδρος Ελληνικού Τμήματος Αντισεισμικής Μηχανικής (Ε.Τ.Α.Μ.)

https://www.kathimerini.gr/society/561138469/prin-apo-ton-epomeno-seismo/